Είκοσι χρόνια μετά το έπος της Παρτιζάν στην Κωνσταντινούπολη, ο Νίκος Παπαδογιάννης θυμάται μέσα από το blog του στο gazzetta.gr το θρίαμβο των "παιδιών του πολέμου".

Στα καταστήματα του Βελιγραδίου, όπου με έφεραν οι άνεμοι το περασμένο Σαββατοκύριακο, κυκλοφορεί ένα ωραίο επετειακό μπλουζάκι της Παρτίζαν: «1992-2012», γράφει η επικεφαλίδα, πάνω από το σκίτσο της...
θρυλικής ομάδας που κατέκτησε το ευρωπαϊκό τρόπαιο πριν από δύο δεκαετίες στην Κωνσταντινούπολη.
«Είκοσι χρόνια».
Η μοναδική λεπτομέρεια που αδικεί τη σύλληψη είναι το ίδιο το ίδιο το σκίτσο. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι αγνώριστος. Στο Βελιγράδι, όπως και στην Αθήνα, θα μπορούσε να ζωγραφίσει το πρόσωπό του ακόμα και μικρό παιδί.
Ενώ χάζευα τη βιτρίνα, στο Ζέμουν όπου μάλιστα ζει και παίζει μπάσκετ ο υιός Ομπράντοβιτς, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου ένας ευτραφής δίμετρος 50άρης με γένια. Τον κοίταξα προσεκτικά και αναρωτήθηκα μήπως ήταν εκείνος ο Στεβάνοβιτς, χοντρομπαλάς ακόμα και τις μέρες του ως αθλητής. Ντράπηκα να ρωτήσω.
Αναρωτήθηκα πόσους θα αναγνώριζα στο δρόμο, από τους θριαμβευτές του «Αμπντί Ιπεκτσί», πέρα από τους εμβληματικούς Τζόρτζεβιτς, Ντανίλοβιτς και τον Ρέμπρατσα. Τον Σίλομπαντ; Τον Λόντσαρ; Τον Στεβάνοβιτς; Τον Ντραγκουτίνοβιτς; Τον Νάκιτς; Τον Κοπρίβιτσα; Καλά καλά δεν τους θυμάται ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους.
Οσοι έσπευσαν να επισημάνουν ότι εκείνη η Παρτίζαν είχε τρεις παιχταράδες και προπονηταρά, ας σημειώσουν ότι ο Ομπράντοβιτς είχε προπονητική ηλικία 2 ετών, ενώ ο Ντανίλοβιτς, ο Ρέμπρατσα και -κατά δεύτερο λόγο- ο Τζόρτζεβιτς μόλις τότε έβγαιναν από το αυγό τους.
Ειδάλλως θα έπαιζαν στην Ισπανία ή στην Ιταλία ή στην Ελλάδα, όπου βρήκαν εστία –και διαβατήρια- πάμπολλοι Σέρβοι, ιδίως στον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη: Πάσπαλι, Τάρλατς, Τόμιτς και ούτω καθ’εξής.
Σε έναν αγώνα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο Ζάνταρ, ο Ολυμπιακός αντιμετωπίστηκε ως σερβική ομάδα και υπέφερε τα πάνδεινα, μαζί με όσους ακολούθησαν την αποστολή. Ο συνάδελφος Κώστας Μπατής έχει να λέει για τις κλωτσιές που εισέπραξε από αφιονισμένους Κροάτες στη διάρκεια της τηλεοπτικής μετάδοσης. Και είναι και δυό μέτρα.
Η Ελλάδα, βέβαια, αποτέλεσε φιλόξενο καταφύγιο για τους Σέρβους στα χρόνια του εμπάργκο. Μερικοί, όχι πολλοί, μας είπαν και «ευχαριστώ».
Το έπος της Κωνσταντινούπολης, το 1992, ήταν το πρώτο αριστούργημα του Ομπράντοβιτς και μάλλον το κορυφαίο της καριέρας του. Δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την απειρία και τη μετριότητα της δικής του ομάδας (η οποία είχε μέση ηλικία τα 21,7 χρόνια), αλλά και τα αδυσώπητα δεδομένα του εμφυλίου πολέμου.
Η Παρτίζαν ήταν κάτι σαν εθνική ομάδα της σερβικής προσφυγιάς, με έδρα την πόλη Φουενλαμπράδα της Ισπανίας, λόγω έξω από τη Μαδρίτη. Οι παίκτες της ζούσαν σε δωμάτια ξενοδοχείου, με όσα ρούχα χωρούσαν σε μία βαλίτσα. Πρόσφυγες και παράλληλα φυγάδες, δεν είχαν καν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στο Βελιγράδι για να δουν τις οικογένειές τους.
Ο Ομπράντοβιτς υπήρξε «μάνα» αυτού του παράξενου λόχου και τον μετέτρεψε σε ταξιαρχία από κομμάντος όταν είδε να γυαλίζει το ευρωπαϊκό τρόπαιο στο τέλος του δρόμου. Ηταν όμως ένα μειράκιο της προπονητικής, απλός λοχίας και όχι ο Καίσαρ του 2012, ένας φέρελπις τεχνικός που σε κάθε ευκαιρία δανειζόταν τα φώτα του Ατσα Νίκολιτς και του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Στην Κωνσταντινούπολη, γιόρτασαν το θρίαμβο οι τρεις μαζί, αγκαλιασμένοι με το σφύριγμα της λήξης.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ομπράντοβιτς και ο Ίβκοβιτς επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη για να θυμηθούν τα παλιά, να πιουν ένα κρασί στη μνήμη του προφέσορα και να διεκδικήσουν εκ νέου το στέμμα, ο καθένας για λογαριασμό του πλέον.
Πιθανότατα θα είναι εκεί και ο Σάσα Τζόρτζεβιτς, πάντοτε πρόθυμος να θυμηθεί τη φάση που έστειλε την ομάδα του και την πατρίδα του στον έβδομο ουρανό, για μία νύχτα τουλάχιστον.
Όταν τα φώτα του «Αμπντί Ιπεκτσί» έσβησαν, ο ουρανός στη Γιουγκοσλαβία φωτίστηκε ξανά από βόμβες, ρουκέτες και αντιαεροπορικά πυρά.  Οι Σέρβοι γιόρτασαν για ένα βράδυ το κατόρθωμα της Παρτίζαν και έπειτα επέστρεψαν στο πεδίο της θηριωδίας, όπου διεκδίκησαν με αξιώσεις τον τίτλο του πρωταθλητή.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί αποτελείωσαν ό,τι είχε μείνει όρθιο από τον εμφύλιο.
Fast forward στο σωτήριον για το ελληνικό μπάσκετ έτος 2005, το βράδυ του ημιτελικού με τη Γαλλία. Η ομάδα προετοιμαζόταν για το ραντεβού του τίτλου, αλλά εμείς οι συνήθεις ύποπτοι είχαμε κιόλας στήσει τη γιορτή μας, στο μικρό μπαράκι Republika, στη Σκαντάρλια του Βελιγραδίου.
Ο ιδιοκτήτης είχε ζωγραφίσει στον τοίχο τη χάρτη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας του Τίτο και τον είχε στολίσει με μετάλλια και λάβαρα. Μεθυσμένοι από τη χαρά και από τη ράκια, άναμε το λάθος να σκεπάσουμε μερικά από αυτά με την ελληνική σημαία που κουβαλήσουμε από την Αθήνα.
«Κατεβάστε την αμέσως», ήταν η αδιαπραγμάτευτη εντολή που λάβαμε με βαριά σέρβικη προφορά, από έναν τύπο με στρατιωτικό παντελόνι: «These are the medals of Serbian heroes»!
Η κατάσταση δεν σήκωνε καλαμπούρια, οπότε βάλαμε την ουρά στα σκέλια και συνεχίσαμε τη γιορτή μας χωρίς να προκαλούμε. "Αύριο που θα μας προσκυνήσουν ο Τζόρτζεβιτς, ο Ομπράντοβιτς, ο Ιβκοβιτς και ο Ντανίλοβιτς θα γελάσουμε", είπαμε χαμηλόφωνα. Ηταν, πράγματι, η πιο απολαυστική στιγμή του Ευρωμπάσκετ.
Από τότε, βέβαια, προσέχουμε. Μακριά από τους κάθε λογής ήρωες του πολέμου και από τα μετάλλιά τους. Το πολύ πολύ να σκεπάσουμε το μετάλλιο του Τζόρτζεβιτς ή του Ομπράντοβιτς. Ή τη φετινή φανέλα της Παρτίζαν, με την ένδειξη «1992-2012» να καμαρώνει στο στήθος. 

www.gazzetta.gr